- περιστηλόομαι
- περιστηλόομαι,A to be set up as στῆλαι round about,
οἱ περιεστηλωμένοι ὅροι
Jahrb.Ergänzungsheft10.64
(Nysa, i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ περιεστηλωμένοι ὅροι
Jahrb.Ergänzungsheft10.64
(Nysa, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.